Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 22, 2006
Κομπάρσοι στην ζωή των άλλων (Kilburn High Road on Thursday afternoon)
Ακόμη μια μέρα ξημερώνει στο Κίλμπερν. Ρουφώντας γρήγορα ένα φλιτζάνι ελεϊνό στιγμιαίο καφέ ξεκινώ τον πρωινό μου περίπατο στο Χάϊ Ρόουντ. Ο Σομαλός οπωροπώλης δίπλα από την πάμπ της γωνιάς έχει από ώρας ξεκινήσει να διαλαλεί την πραμάτεια του. Αγοράζω ένα ζουμερό ροδάκινο. “Θενκ γιου μαϊ φρέντ” απαντά με αφρικανική προφορά.
Συνεχίζω το δρόμο μου παρατηρώντας το συνονθύλευμα φυλών που θα αποτελεί τη γειτονιά μου για τον επόμενο χρόνο. Αξύριστοι Αφγανοί, Μουσουλμάνες τυλιγμένες τσαντίρια, Πακιστανοί που μυρίζουν φτηνή κολώνια, Αφρικανοί με τα τελευταία κινητά, καλοφτιαγμένες ανατολικοευρωπαίες, πλατυκέφαλοι Γεωργιανοί και ότι μπορεί να φανταστεί ο καθένας…κάθε τόσο και κανένας Εγγλέζος, κυρίως γριούλες με υπερβολικό μεϊκ απ και δόντια χαλασμένα από το τσιγάρο. Κάπου εδώ κολλώ κι εγώ. Θα έλεγα Κύπριος με την ψεύτικη υπεροψία της μοναδικότητας.
Δεν μου βγαίνει απ’ το μυαλό η ιδέα πως δεν είμαι παρά ένας κομπάρσος στην ζωή των άλλων. Κάτι σαν τα παιδιά που πηδάνε πίσω από τους ώμους των ποδοσφαιρίστων σαν κάνουν δηλώσεις στην τηλεόραση. Τους βλέπεις για μια στιγμή, αποτελούν μέρος της εικόνας και μετά τους ξεχνάς στο επόμενο δευτερόλεπτο. Ο πλέον σημαντικός ρόλος που επιτελούμε είναι παρασκηνιακός και σαν ηθοποιοί δευτέρας διαλογής αναμένουμε τη στιγμή που θα λάμψουμε στα μάτια των άλλων, που θα μπορέσουμε να πούμε και να πείσουμε εαυτούς πως κάναμε κάποια διαφορά. Κι οι πλείστοι χαραμήσαμε αυτό το ρόλο. Προτιμήσαμε την ασφάλεια της ασήμαντης ασάφειας με τα ελάχιστα ωφέλη παρά το ρίσκο μιας ερμηνείας ζωής που απαιτεί κόπο και ήθος.
Απ’ το άϊ ππόντ μου ακούω την “Έλεανορ Ρίγκμπι” το θλιβερότατο τραγούδι των Μπητλς. Η μεταβιομηχανική Αγγλία ξετυλίγεται σε όλο της το καταθλιπτικό μεγαλείο στα περίχωρα του Λονδίνου. Εντούτις τα βρέφη στα καροτσάκια έφηβων μανάδων προσφέρουν άπλετα ξεδοντιασμένα χαμόγελα, δυο νέοι στη γωνιά του δρόμου γελάνε καπνίζοντας και οι πλανοδιοπώλες πουλάνε τηλεφωνικές κάρτες σε όποιο ενδιαφέρεται.
Κάνω στάση σε ένα Λιβανέζικο φαστφουντάδικο για λίγο γύρο αρνί. “Σελάμ αλέκουμ” με χαιρετά ο μαγαζάτωρας. “Αλέκουμ Σελάμ” απαντώ πρόσχαρα. Ψιλοκουβεντιάζουμε λίγο. Ο εστιάτορας χαίρεται που είμαι Κύπριος. Για κάποιο λόγο αισθάνεται αλληλέγγυος μαζί μου, Ίσως γιατί βοηθήσαμε κάποιο δικό του στον πόλεμο. Ποιός ξέρει; Μου γεμίζει δωρεάν κι ένα πιατάκι ταμπούλι. Ακούω τώρα το ¨Μπιούτιφουλ Γουέρλντ” των Κόλντπλέϊ. Μειδιώ καθώς με τέτοιο γευστικό γύρο ο κόσμος όντως είναι καλύτερος. Αποχαιρετώ και ο εστιάτορας ανταποδίδει.
Η γλυκιά μελαγχολία του Λονδίνου τρυπώνει σιγά σιγά στο πετσί μου. Έκανα και τη στάση μου για καφέ, διάβασα και τις εφημερίδες μου, κι έκανα και κάτι κουτσοδούλια απαραίτητα για το σπίτι.Έχω περάσει κι από την πάμπ για το πάϊντ μου το οποίο απόλαυσα μαζί με δεκάδες άγγλους που σχόλασαν προ ολίγου και ήρθαν να ξοδέψουν τον μισθό της ημέρας. Η ελαφρώς ποιητική διάθεση μάλλον θα οφείλεται στην δυνατή εγγλεζικη μπύρα. Έχει δειλινώσει χωρίς να το καταλάβω. Ο Τζέϊμι Κάλλουμ τραγουδά “would you let me romanticise, the beauty in the London sky”. Ο ουρανός γίνεται πορφυρός με διάσπαρτα και αραιά σύννεφα. Είναι η πλέον κατάλληλη ώρα για να απολαύσω το ροδάκινό μου.
Comments:
<< Home
μακάρι να είχα κάτι θετικό ή έστω έξυπνο να σου γράψω. Δυστυχώς, νιώθω το ίδιο απόψε. Χειρότερα θα έλεγα. Τουλάχιστον οι κομπάρσοι γεμίζουν το πλάνο, εγώ νιώθω ότι απλά πιάννω χώρο.. ε ρε γλέντια ..
Δημοσίευση σχολίου
<< Home